- εὐδίῳ
- εὔδιοςcalmmasc/fem/neut dat sg
Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες). 2014.
Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες). 2014.
ευδιώ — εὐδιῶ, άω, επικ. μτχ. εὐδιόων (Α) [ευδία] 1. (για θάλασσα ή για καιρό) είμαι αίθριος ή γαλήνιος («κόλπῳ ἐν εὐδιόωντι», Απολλ. Ρόδ.) 2. (για πρόσ.) απολαμβάνω αίθριο καιρό … Dictionary of Greek
ενευδιώ — ἐνευδιῶ, άω και επικ. τ. ἐνευδιόω (Α) [ευδιώ] (για πτηνό) πετώ στον καθαρό ουρανό, μετεωρίζομαι, αρμενίζω … Dictionary of Greek